φιλοτεχνῶν

φιλοτεχνῶν
φιλοτέχνης
masc gen pl
φιλοτεχνέω
love art
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλοτέχνων — φιλότεχνος fond of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτεχνώ — φιλοτεχνῶ, έω, ΝΜΑ [φιλότεχνος] ασκώ την τέχνη μου με ζήλο και αγάπη («εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾱς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην», Πλάτ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κάτι με πολλή τέχνη, με δεξιοτεχνία 2. δημιουργώ ένα… …   Dictionary of Greek

  • φιλότεχνος — η, ο / φιλότεχνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αγαπά την τέχνη και, ιδίως, τις καλές τέχνες (α. «πολλοί φιλότεχνοι επισκέφθηκαν την έκθεση ζωγραφικής» β. «οἱ κύκλοι τῶν φιλοτέχνων», Πλούτ.) 2. αυτός που κατασκευάζει ή επεξεργάζεται κάτι με επιμέλεια και …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Θωμόπουλος, Θωμάς — (Σμύρνη 1873 – Αθήνα 1937). Γλύπτης, ζωγράφος και ακαδημαϊκός. Σπούδασε γλυπτική και ζωγραφική στην Αθήνα, κοντά στον Γεώργιο Βρούτο και στον Νικηφόρο Λύτρα και, στη συνέχεια, ταξίδεψε στο Μόναχο, στη Φλωρεντία, στη Ρώμη και στη Νάπολη. Το 1900… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Φλώρινας — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1977 από το σωματείο Στέγη Φιλοτέχνων. Στεγάζεται σε ένα αναπαλαιωμένο κτίριο στο κέντρο της πόλης, δίπλα στον ποταμό Σακουλέβα. Η συλλογή του, που αποτελείται από περίπου 500 έργα Ελλήνων, κυρίως, καλλιτεχνών, οι… …   Dictionary of Greek

  • Μπενάκης, Αντώνιος — (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1873 – Αθήνα 1954). Φιλότεχνος, ιδρυτής του ομώνυμου μουσείου (βλ. λ. Μπενάκη, Μουσείο). Γιος του Εμμανουήλ Μπενάκη (βλ. λ.) και της Βιργινίας, το γένος Χωρέμη, σπούδασε στην Αθήνα και συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Αγγλία …   Dictionary of Greek

  • Ρέμπορν, σερ Ερίκος — (Reaburn, 1756 – 1823). Άγγλος ζωγράφος. Πρωτοεμφανίστηκε ως ζωγράφος με πίνακές του στο Εδιμβούργο, που κίνησαν το ενδιαφέρον των φιλότεχνων. Πήγε έπειτα στην Ιταλία όπου σπούδασε την τέχνη της Αναγέννησης. Αργότερα εγκαταστάθηκε πια στη Σκοτία …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”